- επιμήθεια
- ητο να σκέφτεται κανείς μετά την πράξη του, η υστερνή σκέψη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐπιμηθείας — ἐπιμηθείᾱς , ἐπιμήθεια second thoughts fem acc pl ἐπιμηθείᾱς , ἐπιμήθεια second thoughts fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμήθειαν — ἐπιμήθεια second thoughts fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)